|
το эмаль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эмаль? — εφυάλωμα как с (ново)греческого переводится слово εφυάλωμα? — эмаль — ψαροκόκκαλο — απομονώνω — μυλεργάτης — ανεραστος — χορομανία — αρκευθίς — αργόν — ιδιόγραφο — αποστεγάζω — ανωδομία — φελλωτός — γαιανθρακορύκτης — σώος — ντοπιολαλιά — χριστόπιττα — στριγγίζω — ακατάτακτος — χοροπήδημα — εξωκοινοβουλευτικές — αδρασκελώνω — ξέρα |
|||