|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοσκινισμένος? — — απλούστευσις — τραυλότητα — εικονίδιο — διχοστασία — διάπλους — χασισώνω — μηλόπαστα — αποσάρωμα — γυναικοσύνη — χιλιόβαρις — ανδραγαθώ — ατόνηση — διαφεντευτής — κοπρίζω — αρωματοποιός — ψυχρότητα — πτεροφυΐα — όργανο — παραστεκάμενος — πλαγίως — μονημεριάτικα |
|||