Новогреческий словарь
μύξα
μύξα
η
сопля
;
τρέχουν οι ~ες του — [phrase]у него текут сопли[/phrase]
;
βγάζω τή ~ μου — высморкаться
;
===
σάλια ~ες — чушь, ересь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сопля
? —
μύξα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μύξα
? — сопля
#
(ново)греческий словарь
—
εφελκυσμός
—
αντίστοιχα
—
ακρότμητος
—
κατσουφιάρης
—
αδιάρρηκτα
—
διάσμα
—
σούπα
—
δενδροβάτης
—
πλουτώνιο
—
έν
—
κεραμιδόγατος
—
έθεσα
—
στρατιωτικοποίηση
—
κονταρομαχία
—
εμιγκρές
—
λυκότρυπα
—
μωροφιλόδοξος
—
νεκροφιλικός
—
ακαθήλωτος
—
άσσος
—
κατατρόπωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве