|
(-ήρος) ο курок (оружия) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово курок? — εγκρουστήρ как с (ново)греческого переводится слово εγκρουστήρ? — курок — στρίγγλικος — πυρολατρεία — αποπνίγω — σπεράντζα — ζωοτεχνία — ανθυπαστυνόμος — καταγραφικός — γκερντανλής — σιγοκλαίω — διώνυμο — περδίκι — ασύνταχτος — δροσούλα — οικογενειακώς — αντενοκατάρτι — αριθμογραφία — γειτνιάζω — ασυμπλήρωτος — ενεργούμαι — αξάβουλα — υπόσχεση |
|||