|
ο бот. рута (душистая); === εξορκισμένος μέ τό ~ο νάναι! — [phrase]пусть он сгинет с моих глаз![/phrase]; εξορκισμένο μέ τόν ~ο (νάναι)! — [phrase]пусть никогда этого не случится![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рута? — απήγανος как с (ново)греческого переводится слово απήγανος? — рута — επιμολύβδωσις — αποσπέρνω — ομοτράπεζος — φριτούρα — φαλτσέτα — αρδευτήρι — φτωχομαχαλάς — απτώχευτος — συρίζω — φιλοτεχνικός — πατώνω — ανεμουρδώνω — διπλωματικός — άσκιος — ηλεκτροχημεία — μεγαλομάρτυς — σουρομαλλιάζω — ανεμοσκοπία — τσερβέλο — δανικά — βρεχάμενα |
|||