Новогреческий словарь
απήγανος
απήγαν|ος
ο бот.
рута
(душистая);
===
εξορκισμένος μέ τό ~ο νάναι! — [phrase]пусть он сгинет с моих глаз![/phrase]
;
εξορκισμένο μέ τόν ~ο (νάναι)! — [phrase]пусть никогда этого не случится![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рута
? —
απήγανος
как с
(ново)греческого
переводится слово
απήγανος
? — рута
#
(ново)греческий словарь
—
εξομοίωση
—
αγρεύσιμος
—
μισθαρνώ
—
κρέξ
—
βρυσομάνα
—
θηλαστικός
—
οφειλέτις
—
ανάκυψη
—
βουβαμάρα
—
εμμηνόπαυση
—
σπιρτάδα
—
καρδιοπαθής
—
αναθρεπτήρας
—
νευριάζω
—
στατέρα
—
χρωστήρας
—
προχειρολογώ
—
βομβαρδιστικό
—
αντιβαλλόμενον
—
παιδαγωγικά
—
ρινηλάτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве