|
το прям., перен. металл; έγχρωμα (σπάνια) ~α — цветные (редкие) металлы; πολύτιμα (или ευγενή) ~ — благородные металлы; έχει ~ η φωνή του — [phrase]у него чистый, звонкий голос [/phrase] (о певце) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово металл? — μέταλλο как с (ново)греческого переводится слово μέταλλο? — металл — βατταρισμός — κυλόττα — πολύβιος — διάργυρος — δάχτυλο — παλάτι — καυδιανά — βασιλοφάγος — άλυσος — άμεμπτος — διάστιχο — Γρανάδα — σαλιαρίστρα — υποβόσκω — ύδνο — αιτιολογώ — φλοιός — εξιλεώνομαι — καταποντίζομαι — γωνιομετρία — ρεπερτόριο |
|||