|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στιλβωμένος? — — Λ — ανεκζήτητος — υστερόγραφο — τραγίλα — βραχυδιάστα — ελαιόκαρπος — καβγάς — σταχώνω — καραμπόλα — φρούριο — απορρίπτω — υπερχρονίζω — γλαντάμπουρο — τραγουδίστρια — τοκετός — ιμπρεσσιονισμός — υπεραξία — προειδοποιώ — αλληλομαχία — χρησμοδότης — νεφρολιθικός |
|||