|
το расширение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расширение? — πλάτυσμα как с (ново)греческого переводится слово πλάτυσμα? — расширение — μπέδουκλο — συχνουρία — υδροπερατότητα — ψυχόπιττα — ξερή — μπαινοβγαίνω — ρυθμόμετρο — αμυλάλευρο — ράφτρα — αδικία — ζυγισμένος — υπερπροστατευτικότητα — τετράπατος — διβολίζω — τυχερό — ανημπόρευτος — απελπισμένα — πραϋντικός — έβδομος — σχίζομαι — αφαρπάζω |
|||