|
η лье (мера длины) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лье? — λεύγα как с (ново)греческого переводится слово λεύγα? — лье — επίπλωση — επιφυλλιδογραφία — εκκαθίζω — επισημειωτικός — βρουχίζομαι — φέλπα — καπνόφυλλο — λυκοτσάκολο — δάκρυσμα — αφάνισμα — αρκουδόγυφτος — χουζουρεύω — φωτογράφος — στραβούλιακας — μεταλαβαίνω — δρυοκολάπτης — εξιτήριος — ξετάπωμα — ασχημάτιστος — βλασταίνω — ερωτόκαστρο |
|||