Новогреческий словарь




αχειρίδωτος

αχειρίδωτ|ος
не имеющий рукавов, безрукавный


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово не имеющий рукавов? — αχειρίδωτος
как на (ново)греческом будет слово безрукавный? — αχειρίδωτος
как с (ново)греческого переводится слово αχειρίδωτος? — не имеющий рукавов, безрукавный


#(ново)греческий словарьημιψυγήςξυστικάεγκυκλοπαιδικότηταφιλικάηλεκτροβιολογίαγαργάλημαγονότυποςφώνημαπελάγιοςπουσταρέλλιχαμοκουκιάεγκατάστατοςφιδοζώνομαιμίλτινογρίποςτυμπανιστήςγρουσουζάνθρωποςεξεμώστερρόςπεριφραστικάεξουδετερωτικός


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω