|
ο 1) склочник, интриган; 2) смутьян #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово склочник? — ανακατωσιάρης как на (ново)греческом будет слово интриган? — ανακατωσιάρης как на (ново)греческом будет слово смутьян? — ανακατωσιάρης как с (ново)греческого переводится слово ανακατωσιάρης? — склочник, интриган, смутьян — ανατραντάζω — κνησμονός — εκατονταετία — λανθάνω — δεκατεύω — τσίκνισμα — απανθρωπία — απαιδαγώγητο — άψητος — χάνδαξ — αναπόσπαστος — αποδημία — θεαματικός — τελεσφόρος — περιπολώ — ουρηθροσκόπιο — γυαλάδικο — αναγεννητικά — κουκκοσάλι — κουτρίζω — γυμνασιόπαιδο |
|||