Новогреческий словарь
μαρμαρογλυπτική
μαρμαρογλυπτική
η 1)
искусство мраморщика, резчика
; [x:trans]искусство мраморщика,искусство резчика[/x:trans]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
искусство мраморщика
? —
μαρμαρογλυπτική
как на
(ново)греческом
будет слово
искусство резчика
? —
μαρμαρογλυπτική
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαρμαρογλυπτική
? — искусство мраморщика, искусство резчика
#
(ново)греческий словарь
—
Πολέμαρχος
—
ποιμενάρχης
—
τρίχωση
—
διχαστικός
—
μεθυστικά
—
εκλέπτυνση
—
αυτοκαταγγέλλομαι
—
λεχώνα
—
βασταγάριά
—
ζομωτικό
—
απορροφήσιμος
—
ελαιεμπορία
—
έκρηξη
—
παλαιστικός
—
απόμακρα
—
φιλοδώρημα
—
ντόλτσο
—
Τσικνοπέμπτη
—
πλαταγίζω
—
αντιπρόκληση
—
παπαγαλίστικα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω