|
дважды голосовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дважды голосовать? — διπλοψηφίζω как с (ново)греческого переводится слово διπλοψηφίζω? — дважды голосовать — τσαχπίνα — κλυστήρι — κούτρα — δερματολογία — αδολεσχώ — ακρόστροφος — εξάγραμμα — ακινητοποιούμαι — σύγκλυση — προσδιοριστικός — μονομαχώ — τζίντζερ — ανασταλτικά — βαφτώ — δασύνομαι — ήλεκτρο — ρουλέττα — φίρμα — κοινοποιώ — καταπραΰνω — επισκότηση |
|||