ωκεανολογικός

формы словаβ
ωκεανολογικός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ωκεανολογικός? —


γρηπίδαατσαλένιοςταρτουφισμόςδιπυρίτηςπροσύλληψηγρίβοςδυσπορηγόρητοςγερμανοφιλίααλητόπαιςζουλεύωλάρακαταφρονημένοςσένσικατσικοκλέφτηςγαρυφαλλέλαιονπλατειάζωεντεροκολίτιςγαστριμαργίααδαμαντίνηδιασφηνούμαισκληρότητα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit