|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αποψιλωτικό? — — κοσμίως — απαιτούμαι — σταμνί — κινέζικα — αναβράζω — δικτυοπλόκος — τσαουλιά — φιλογύνης — κεραμιδόχωμα — ανεπιφύλακτος — επέθεσα — νεοτερισμός — υπερθεματίστρια — λίκνιση — υπερπλήρωση — αυτοσκοπία — αιματοφοβία — καπελλάς — Εσταυρωμένος — διαμαντικό — κουφάλα |
|||