δαχτυλογράφος

формы словаβ
δαχτυλογράφος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово δαχτυλογράφος? —


συγκλείωανενεργόςοινοπότηςγλυκοκοιμούμαιπαμψηφίακασκέτοκουκουλλιάζωκριθαράκιετερόκλιτοςγινατσήςψοφοδεήςπροσχηματικόςσταδιοδρομίααλυσιτέλειαυαλοειδήςακριβοκάμαραγλιδερόςαχρείοςκαπαρντίναμεγάλαυχοςτροχαϊκός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit