|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δαχτυλογράφος? — — συγκλείω — ανενεργός — οινοπότης — γλυκοκοιμούμαι — παμψηφία — κασκέτο — κουκουλλιάζω — κριθαράκι — ετερόκλιτος — γινατσής — ψοφοδεής — προσχηματικός — σταδιοδρομία — αλυσιτέλεια — υαλοειδής — ακριβοκάμαρα — γλιδερός — αχρείος — καπαρντίνα — μεγάλαυχος — τροχαϊκός |
|||