|
η уст. дешевизна #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дешевизна? — ευθηνία как с (ново)греческого переводится слово ευθηνία? — дешевизна — ληστοσυμμορία — τσακμακίζω — ενετήρας — πεντάδιπλος — δεματίζω — ομαίμων — ξυραφιά — αεροσκάφος — διακοσάρα — θέληση — τροκκιά — μεροκαματιάρισσα — ραίνω — ξεμεσημεριάζω — κατάχρεος — κακοχώνευτος — πασπάλι — χρησμοδοτώ — μισοσκότεινος — απίδρομος — αερώθηση |
|||