|
см. λευκοφορώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λευχειμονώ? — — στέναγμα — γουστόζικος — νοτισμός — αισθαντικά — καλαμοσάκχαρο — ελαττώνω — ανθενωτικός — θόλωσις — φιαλοθέτης — χλωραιθήρας — καϊμακλής — χλώρη — σάιτ — θαμνώνας — λαδωτήρι — παραφύσι — αθλοθέτης — πανουκλιασμένος — αμάρα — βαθμολογικός — θαλαμοφύλακας |
|||