|
альпийский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово альпийский? — άλπειος как с (ново)греческого переводится слово άλπειος? — альпийский — άσιτος — ανατοκισμός — χτυπητός — απόγαιος — δεκατετραέτης — κρεσόν — χιλιοστόγραμμο — Λεβαντίνος — γελασιάρης — χρυσόκονις — λουόμενος — διασφηνούμαι — αραβίδα — εθελοντικός — επιψεκασμός — επαναστάτης — εναρκτικός — μονοβεργίζω — χαμηλοβλέφαρος — κατάπιομα — μπαρμπουνοφάσουλο |
|||