|
ο тот(__,__) кто разводит коров #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто разводит коров? — αγελαδοτρόφος как с (ново)греческого переводится слово αγελαδοτρόφος? — тот, кто разводит коров — μαρξικο-λενινικός — παράξενος — υφαντήριο — καταχραστής — παραζάλη — είλωτας — ατέλεια — ψυκτικά — συγκοινωνών — καμουφλάζ — βύρσα — Τιτάνες — γροθοκοπανώ — γριά — εξίτηλος — προσηλώνομαι — επίδεσμος — κυλινδρισμός — γαρουφαλλιά — εγκλητικός — ετερόδοξος |
|||