|
η пядь (мера длины); ούτε ~ γης — ни пяди земли; === ~ πρός ~ — пядь за пядью; каждую пядь; τό ξέρω ~ πρός ~ — знать каждый уголок (где-л.) ; ερευνώ ~ πρός ~ — прочёсывать местность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пядь? — σπιθαμή как с (ново)греческого переводится слово σπιθαμή? — пядь — απρόσιτο — καταιγιστικός — ξερριζώνομαι — αδικοκρατία — λιμπρεττίστας — γυροβολάω — εκκλησιάζω — σκάτωμα — γεννητορικός — καπνοπώλισσα — έντονος — σύνολο — μεταρρυθμιστικός — δημοσιογραφισμός — καμπινέ — υποσημείωση — δέμα — σούγλιασμα — χασομέρισσα — ποδοκροτώ — θεομπαίχτισσα |
|||