|
το старость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старость? — απογέρασμα как с (ново)греческого переводится слово απογέρασμα? — старость — ατροπος — υδατόσφαιρον — αναθάρρηση — γκριζούλης — συναισθηματικός — συλλογισμένος — παριστώ — άλυχνος — φωνογράφημα — αλλοιοφανής — καθορίζω — θολότητα — δικτυουλκός — μυριάκριβος — μεταλλουργία — μηναίον — στίλβων — παραλήρημα — πειθαναγκασμός — ξεκολλώ — Σταχτοπούτα |
|||