|
рынок, где торгуют рабами; продажа рабов #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σκλαβοπάζαρο? — — απομόναχος — Σόδομα — κυτίον — δενδρύλλιο — αγγειό — φραγκόσυκο — χρειαζούμενος — εξαωδία — καρβελάκι — καταπνίγω — αραξοβολώ — Ελλαδίτης — αχάλαστος — κασιδού — γλαροπούλι — υποχονδριακός — χοντρικός — κολλεκτιβοποιώ — ξαναγεννιέμαι — αγέρωχος — πρόταξη |
|||