|
(-εως) биол. фагоцитоз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фагоцитоз? — φαγοκύττωση как с (ново)греческого переводится слово φαγοκύττωση? — фагоцитоз — φιλεργατικός — ευκολόσβηστος — αγκιστρώδης — εθνοπροδότης — γροθιάζω — μεγαλοποιώ — αρζαντό — ελαιοδάκρυον — κοντοκρατώ — ουρηθροσκόπηση — υποσκιάζω — σκαλούνι — μπουζουνάρα — τραπεζοκόμος — σήμερα — μπαλίτσα — αναγεννώ — ανεμογεννήτρια — μοσχοστάφυλο — τράγεια — αρεσκιά |
|||