|
(-ατός) τό обёртка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обёртка? — εντύλιγμα как с (ново)греческого переводится слово εντύλιγμα? — обёртка — αψύχραντος — ανυφανταριό — σούτος — εκθεμελιώνω — θηλύκι — κωλαράκι — αντικαταναλωτισμός — αιμομιξία — αμήχανος — ενθυλακώνω — άφρυδος — αρκουδάς — αχρεώστητα — δακτυλικός — τραγούδημα — φρικαλεότητα — εξοπλιστής — αναρτώ — μπάντα — αδιασάφητος — ξύνομαι |
|||