|
ο зелёный вьюрок (птица) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зелёный вьюрок? — φλώρος как с (ново)греческого переводится слово φλώρος? — зелёный вьюрок — κατακρήμνιση — θυμάρι — αντισταθμίζω — πεζολογία — αγρανάπαυση — στεγνός — χειροπεδώ — καταρροϊκός — ερμάτιση — ειρηνεμένος — μοίρα — ανεμόσκαλα — απίεστος — χιλιοπλάσιος — αγωνιστής — εμαγιέ — ρεύση — τσικρίκι — μηδαμινότητα — νομισματοπώλης — φερωνυμία |
|||