|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αμέριμνα? — — διακέντητος — απολιθωμένος — δημοσία — μονοκόμματος — ηλιοθρεμμένος — χαλκοπώλης — αγαλιανός — ιεροκρίτης — ψύλλος — πεντάπλευρος — ζευκτήριος — ρευματικός — εξανθράκωση — φίλιος — αφέντρα — καμαρώνω — τζοβαΐρι — μπουλούκα — θυροτηλέφωνο — ασυμπάθητος — ατόφυος |
|||