Новогреческий словарь
μονογένεια
μονογένεια
η биол.
бесполое размножение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бесполое размножение
? —
μονογένεια
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονογένεια
? — бесполое размножение
#
(ново)греческий словарь
—
τριακονταετής
—
δαγκαμασιά
—
εξισωτικός
—
κισσός
—
ξέφτισμα
—
μπούρμπερη
—
τραχανόσουπα
—
μικροβιακός
—
καρδιογράφος
—
πεντάγραμμος
—
γοργοπέρασμα
—
σκορπιέμαι
—
αραχνούφής
—
κλινικά
—
υποαπασχολούμαι
—
πανικοβάλλω
—
υμενόπτερα
—
ρευστοποίηση
—
ιατρόσημο
—
χειραγωγώ
—
ανθήλιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве