|
η зубная паста #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зубная паста? — οδοντόπαστα как с (ново)греческого переводится слово οδοντόπαστα? — зубная паста — φράξο — γυρεψούλης — διπλοχαιρετώ — τοιχοκολλητής — αισθητήριος — κατακλυσμός — χρυσίζω — ξασπρισμένος — επανωβελονιά — αποκρύβω — ακολασταίνω — ανεμοσκόρπιστος — σύμβαση — οχεία — εκλίθην — βουλγάρικα — πορνείο — αποθέρισμα — εισηγησάμην — μενσεβίκος — κεράτσα |
|||