Новогреческий словарь
θεματοφύλακας
θεματοφύλακας
ο 1) юр.
хранитель
;
2) перен.
хранитель
(традиций, преданий)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
хранитель
? —
θεματοφύλακας
как на
(ново)греческом
будет слово
хранитель
? —
θεματοφύλακας
как с
(ново)греческого
переводится слово
θεματοφύλακας
? — хранитель, хранитель
#
(ново)греческий словарь
—
τρέμολο
—
ανεγκλήτως
—
αναδημιουργικά
—
ρητορικότητα
—
χιονομάζα
—
πολύπους
—
αναστατικός
—
καυχησιάρης
—
απογεματίζω
—
τελεσίδικος
—
αυτοπροσωπογραφούμαι
—
αλληλοδιαψεύδομαι
—
ρόπτρο
—
φραγκολεβαντίνα
—
αμιγής
—
εθνικοποιούμαι
—
αβανταδόρισσα
—
Αγαθόβουλος
—
βωλογυρίζω
—
σελιδαρίθμηση
—
διαπεραιώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве