|
одним словом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одним словом? — μονολεκτικά как с (ново)греческого переводится слово μονολεκτικά? — одним словом — δάκτυλος — καντιανός — δεκαεπταετής — εγχειρίζω — αρχαιότροπος — ατμοκλίβανος — υποτελωνείο — ανίχνευτος — σπίτωμα — στενοθώρακας — αναφτέριασμα — καλαμένιος — αδιαμάχητος — μπουκέτο — χνουδάκι — αλμύρα — ιδεοληψία — φλόξ — αποδιώκω — σπείρωμα — αναπιασμένος |
|||