Новогреческий словарь
γιάλλα
γιάλλα
:
~ ~ — еле-еле, чуть-чуть
;
~ ~ τήν θυμάμαι — [phrase]я едва её помню[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
γιάλλα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αμνησιακός
—
λειτουργός
—
ψειρόχορτο
—
βουτσινάς
—
φανερώνω
—
καρφοβελόνα
—
στεφανοκούτι
—
δρυοκόπος
—
εγγλεζοπούλα
—
μανωτός
—
φραντζέζικα
—
τρυφερότητα
—
καθυστερημένος
—
κισσός
—
ομόκεντρος
—
πατωσιά
—
αμβλύτητα
—
κρέπ
—
δικύλινδρος
—
μικρόσχημος
—
σπατουλάρισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве