|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γουρουνομαθημένος? — — πρόναυλος — ασούσσουμος — τουμπάρισμα — Τηλέμαχος — αλαφρόσκιωτος — αναθλίβω — σμμοκονιαστής — ακακοφόρμιστος — παιδοψυχολογικός — αεριστήρας — κατακεφαλιά — Δανίδα — βαλμαδιό — ομματίδιον — προεξάρχω — δανειστικός — αυτοστεγάζομαι — ξωκκλήσι — ναρκωτικό — φωνόμετρο — ενδοπνευμονικός |
|||