|
достоинством в одну лепту; τό ~πτο (или ~φτο) — монета достоинством в одну лепту #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово достоинством в одну лепту? — μονόλεπτος как с (ново)греческого переводится слово μονόλεπτος? — достоинством в одну лепту — στυφτικός — φωτογονικός — πνευματοθεραπεία — προσχηματικά — ισχυρώς — απέ — μικροφυής — παγωτίνι — ψυχροφοβία — σύνθλιψη — ξεσηκωμός — εκτονώνω — μελανισμός — ιλιγγιωδώς — φαρισαϊκός — απόβαση — συγκομιδή — ιδιοποίηση — ουδαμώς — οσπριοφαγία — χτυποκάρδι |
|||