|
1) шлёпаться; 2) сильно ушибаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шлёпаться? — βαριοπέφτω как на (ново)греческом будет слово сильно ушибаться? — βαριοπέφτω как с (ново)греческого переводится слово βαριοπέφτω? — шлёпаться, сильно ушибаться — οργανικά — πατητή — επανδρώνω — μαζεύω — εμπροσθέλλα — μαλλομπάμπακος — αναρριχητής — αναζωογονητικός — ανδρώνομαι — ονοματικός — επακόλουθος — προσδεκτός — διετέθην — τορπιλλοθέτις — ανθρακέας — σπυριάζω — υποφέρω — γριπαρόλι — φιδόχορτο — ορνιθαρειό — προγεφυρώμα |
|||