|
поедать, пожирать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поедать? — βιβρώσκω как на (ново)греческом будет слово пожирать? — βιβρώσκω как с (ново)греческого переводится слово βιβρώσκω? — поедать, пожирать — πρύμνηθεν — στανταρτοποιώ — περπατησιά — παρεκκλίνω — καμπύλος — αυτονόμηση — ανάκλαση — αντισταθμίζω — ψηλώνω — υπερπλήρωσις — ειρωνευτικός — κακοβουλία — ψαροκόκκαλο — εκμηδενίζομαι — φιλόνεικος — κοκέτικος — θαλασσόφυτα — κρωγμός — ελάχιστος — ξέπλεκος — συνεργάζομαι |
|||