|
αόρ. от επιρρωννύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επέρρωσα? — — λαμπικάρισμα — σαπωνόλιθος — κατούρημα — ανθρωποσωτήρας — αιωνιότητα — καστόρινος — υποστράτηγος — επικυρωτικός — αλαφροκέφαλος — ουζοπώλης — αριστοβάθμιος — στέρεα — αρπίστας — μαρουλόφυλλο — κομήτης — ναυμαχία — φιλαναγνωσία — ηλεκτροκαρδιογράφημα — δυσπαράδεχτος — συνιστώμαι — ίσια |
|||