Новогреческий словарь
επέρρωσα
επέρρωσα
αόρ. от επιρρωννύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επέρρωσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πολυσύνθετος
—
καλοδούλευτος
—
κακόπιστος
—
ηλιοβασίλεμα
—
λιοτρουβιό
—
αστεροσκοπείο
—
νιόβιο
—
απόβαρο
—
ιταλομάθεια
—
γατάκι
—
θερμοπηγή
—
αντιφθειρικός
—
αλαφροζυγιάζω
—
αλληλοφαγία
—
κωλοτούμπα
—
επίπλευσις
—
καλογρηά
—
ζωοτροφή
—
εξυδάτωσις
—
βέρτζιλος
—
μεταξοϋφαντουργία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве