|
ο лекало #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лекало? — ελλειψόγραφος как с (ново)греческого переводится слово ελλειψόγραφος? — лекало — βουνόπλαγο — φουσέκι — επίκλειθρον — αραιός — διαπυρώνω — ιξώδης — ξεπαστρεύω — γιδόστρατα — κατασκευαστής — σιλουέττα — σανδαλοποιός — αισθησιαρχία — απίστομα — τραβιουμαι — κυνικός — απόδαυλος — δροσά — σπόρτσμαν — στυλίστας — τεγίς — αναξιοπαθώ |
|||