|
η атеизм, безбожие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово атеизм? — αθεΐα как на (ново)греческом будет слово безбожие? — αθεΐα как с (ново)греческого переводится слово αθεΐα? — атеизм, безбожие — φιλεύσπλαχνα — μαϊντανόσουπα — διαγγελία — πρωτόλειο — ουρολόγος — αγνάντι — πιθηκοειδής — κόπος — απαγγελάτορας — αμυγδαλιώνας — πολυσποριά — ερωμανής — συντοπίτης — καλλιμάρμαρος — στήσιμο — δωσίλογος — υδροπλάνο — πιάσμα — γύναικόσόϊ — μοιράζω — μερίζω |
|||