Новогреческий словарь
έμαθα
έμαθα
αόρ. от μαθαίνω, μανθάνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
έμαθα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αστατικός
—
γουρουνομαθημένος
—
αραχνοειδής
—
συμπατριώτισσα
—
καύχηση
—
γαλλόφιλος
—
τυροτρίπτης
—
δόξασμα
—
κινηματίας
—
χειρούργηση
—
ισοζυγώ
—
καλ(ο)-
—
σταχτιάζω
—
σύλαρδος
—
κληρονομία
—
φαμελίτης
—
διατύπωση
—
λαδικό
—
αναγεννήτρια
—
αστεροστάτης
—
μονημερίς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве