|
полигр. стереотипировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стереотипировать? — στερεοτυπώνω как с (ново)греческого переводится слово στερεοτυπώνω? — стереотипировать — πάρλας — αναδιπλασιάζω — γεραίρω — τουρβάς — κομπανιαμέντο — καταπείθω — πολύμορφος — αμαρτάνω — λαρογγοτομία — λουλακάτος — αποτελειωμός — ανεπρόκοβος — προσυλλαμβάνω — συγχρόνως — φωτοθεραπεία — ξεψαχνίζω — ενσφράγιστος — καστανόχρωμος — ιστοριοδίφης — απόκρυφο — σαράκιασμα |
|||