|
физ. осмотический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осмотический? — ωσμωτικός как с (ново)греческого переводится слово ωσμωτικός? — осмотический — βιταμινικός — εσώρουχο — υπεργλυκαιμία — πρόσχωση — χάρισμα — διαμπερής — λιόκαυτος — αναφέρσιμος — αυτοεξυπηρέτηση — δεκάζω — κιτρινίλα — βαριοκρούω — απαιτητικότητα — τυμπανίστρια — ανέμποδος — κατεψυγμένος — αλογάκια — βουτυρίλα — οξειδώνω — στοιχειακός — σταφυλόκοκκος |
|||