|
водительский οδηγική εμπειρία - водительский стаж, водительский опыт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово водительский? — οδηγικός как с (ново)греческого переводится слово οδηγικός? — водительский — δυσκινησία — ξεραίνω — τρώση — απευχή — δίκαυλος — τηλεφωτογράφημα — παρανόμι — χούγια — ελικωτόν — περισπώ — φαγεδαινισμός — τριώροφος — ανείκαστος — ονοματοποιούμαι — γαλβανοστεγία — προεισαγοιγικός — κουκκί — φορεσιά — ακρύσταλλος — γαϊδουρόβηχας — εκτελεστός |
|||