Новогреческий словарь
οδηγικός
οδηγικός
водительский
οδηγική εμπειρία - водительский стаж, водительский опыт
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
водительский
? —
οδηγικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
οδηγικός
? — водительский
#
(ново)греческий словарь
—
ανερρούσα
—
ρουσφετολογώ
—
ζωϊκότητα
—
τοματοσαλάτα
—
στημονιάζω
—
χρονομετρία
—
γυαλιστερός
—
αποδειγμένος
—
ζευγόλουρο
—
πολιτικοοικονομικός
—
λεμπλεμπί
—
αφούρκιστος
—
καλοζυγιάζω
—
ερρυθμος
—
ξενηστικωμένος
—
ιγνύς
—
ασυγκρότητος
—
βιβλιοπωλειο
—
απολαβαίνω
—
συχώριο
—
αποθήκευτρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве