|
размягчающий, смягчающий (кожу) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово размягчающий? — απαλυντικός как на (ново)греческом будет слово смягчающий? — απαλυντικός как с (ново)греческого переводится слово απαλυντικός? — размягчающий, смягчающий — στερεοχημεία — πολυκέφαλος — συναισθηματισμός — τροφός — ποδοσφοιρικός — χειροκρότημα — ξενοδουλεύω — λάσιος — αποκυλίζω — τιμωρός — κύτος — βραδιά — διπλοθεμελιώνω — χειλεανάγνωση — λιάσιμο — ανάβαση — εξάεδρος — αλαφρόπετρα — διασκελίζω — ανιμαλισμός — κανταδόρικος |
|||