Новогреческий словарь
τροφεύς
τροφεύς
(-έως) ο
кормилец
(семьи)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кормилец
? —
τροφεύς
как с
(ново)греческого
переводится слово
τροφεύς
? — кормилец
#
(ново)греческий словарь
—
αφίχθην
—
επίτοκος
—
ανεπίτρεπτος
—
παράλυση
—
ενδορραχιαίος
—
χορδή
—
ταυτογνωμώ
—
διήγημα
—
συνειδητότητα
—
έκφραση
—
χέλι
—
μεταβιβάσιμος
—
παραφυάδα
—
αγκομάχημα
—
δυσπαρατήρητος
—
ανύπανδρος
—
μυθιστορηματικός
—
λαδομπογιαντίζομαι
—
αγρίωμα
—
επιβάλλω
—
κακομιλώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,