|
η учащённость пульса #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово учащённость пульса? — ταχυσφυγμία как с (ново)греческого переводится слово ταχυσφυγμία? — учащённость пульса — διαλάμπω — πλατύστερνος — πεντάλι — άκομψα — απιδέα — παιδοψυχολογικός — αζιμούθ — φέγγος — αντιαρματικός — δυναμωτικό — δισκοπότηρο — οδεύω — αρτύνω — οργανόγραμμα — τρυπητήρας — παστορέλλα — χαϊδεμένος — κουφομυαλιά — παρασκεύασμα — μεταλλοχρωμία — εξακοντιστικός |
|||