Новогреческий словарь
διάφανος
διάφαν|ος
1)
прозрачный
;
2)
ясный, чёткий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
прозрачный
? —
διάφανος
как на
(ново)греческом
будет слово
ясный
? —
διάφανος
как на
(ново)греческом
будет слово
чёткий
? —
διάφανος
как с
(ново)греческого
переводится слово
διάφανος
? — прозрачный, ясный, чёткий
#
(ново)греческий словарь
—
χαλυβουργείο
—
αεραποθήκη
—
σελιδοθέτης
—
ενενηνταριά
—
σκλαβιά
—
στιγμιογράφησις
—
γερουσιαστής
—
φιλομάθεια
—
βρομίζω
—
δεματοποιώ
—
συγκρητισμός
—
γομώνω
—
εμπλακείς
—
ουλτιμάτο
—
επικασσιτέρωση
—
ανεξαγόραστος
—
ασυγκατάθετος
—
σάλος
—
ποστάλι
—
πρωτόπλαστοι
—
όποτε
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,