|
подрезывать ветки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подрезывать ветки? — κλαδεύω как с (ново)греческого переводится слово κλαδεύω? — подрезывать ветки — σουρουπώνει — λέγομαι — κυριολεξία — ευγενής — μονόκαννος — αποδοτικότης — κολοκυθόσουπα — φαντός — γιάτραινα — ξεκαπίστρωμα — αυτοβδελυγμία — αχάριστος — αδράνεια — ταβερνείο — πολύγωνο — ανάρμενος — σούτ — χρονολόγηση — ανέλεγκτος — τριάδα — άμμιον |
|||