Новогреческий словарь
κλαδεύω
κλαδεύω
подрезывать ветки
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
подрезывать ветки
? —
κλαδεύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλαδεύω
? — подрезывать ветки
#
(ново)греческий словарь
—
ουρήθρα
—
ταχύμετρο
—
ποτάσσιον
—
επιπλουργικός
—
αναφτερουγίζω
—
ατριγύριστος
—
αισθητικώς
—
μικρύνω
—
ξεγνοιασμένος
—
θεμιστοπόλος
—
μπέμπούλα
—
τσιπροφονιάς
—
κανάγισσα
—
ανειλικρίνεια
—
παρηγοριά
—
διερευνητής
—
ακαδημία
—
τέννυς
—
εθελοντικότητο
—
ρεμπούμπλικα
—
κεφαλιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω