|
(-ητος) η физ. теплоёмкость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово теплоёмкость? — θερμοχωρητικότητα как с (ново)греческого переводится слово θερμοχωρητικότητα? — теплоёмкость — αργόβιος — επιλειαίνω — σπλάχνο — γαυρίαμα — προγονισμός — οικοκυρικά — θήλυς — ασματογράφος — λυσσαλέος — οινοφιλία — κληρονομητήριο — εδεήθην — αυτοκυβερνώμενος — συμμορφωμένος — ξαναρχινώ — πελάγιος — μυριστικός — επιχαλικώ — ανασκάφτω — ιθύνοντας — πρωτόστροφος |
|||