|
электронный; ~ή αριθμομηχανή — электронное счётнорешающее устройство; ~ υπολογιστής или ~ή υπολογιστική συσκευή (или μηχανή) — электронно-вычислительная машина; ~ εγκέφαλος — электронное счётно-решающее (запоминающее) устройство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово электронный? — ηλεκτρονικός как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτρονικός? — электронный — αλδεΰδες — ηλιοστάσιο — κοινωφελισμός — αβαθής — επιδετικός — χαμένος — ποιητικότητα — καλέ — δασοφυλακή — κερόπιττα — παιδάκι — μεθοκόππι — στοιχειώδης — ανθελληνισμός — διάρρηξη — φωνηεντικός — παλαβομάρα — υπόκλιση — προκάνω — μυδοπίλαφο — συντήκω |
|||